καρυΐσκος

καρυΐσκος
-ου N 2 2-0-0-0-0=2 Ex 25,33.34
dim. of κάρυον; almond, flower of almond; neol.?
Cf. LE BOULLUEC 1989, 263; WEVERS 1990, 407

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καρυΐσκος — καρυΐσκος, ὁ (Α) καρυδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. αμφορ ίσκος, βασιλ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • καρυίσκους — καρυίσκος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”